Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

average date


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο average παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: date
Σε αυτή τη σελίδα: average, avg.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
average adj (statistics: mean)μέσος όρος φρ ως ουσ αρσ
  μέσος επίθ
 My average score was 2 under par.
 Ο μέσος όρος της βαθμολογίας μου ήταν 2 κάτω από τη βάση.
 Η μέση βαθμολογία μου ήταν 2 κάτω από τη βάση.
average adj (typical, normal) (αντιπροσωπευτικός, τυπικός)συνήθης, μέσος, κοινός επίθ
  συνηθισμένος μτχ πρκ
 Joe thought of himself as just an average guy.
 Ο Τζο θεωρούσε ότι ήταν ένας συνήθης άνθρωπος.
 Ο Τζο θεωρούσε ότι ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος.
average n (statistical mean)μέσος όρος φρ ως ουσ αρσ
  (στατιστική)μέση τιμή φρ ως ουσ θηλ
 My golf score is an average of all my game scores.
 Το σκορ μου στο γκολφ είναι ο μέσος όρος των σκορ που έχω κάνει σε όλα τα παιχνίδια μου.
average n (standard)μέσος όρος φρ ως ουσ αρσ
 Household income in this state is close to the national average.
 Το οικιακό εισόδημα σε αυτήν την πολιτεία είναι κοντά στον εθνικό μέσο όρο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
average adj (mediocre)μέτριος επίθ
 That restaurant serves average food.
average n (sport: average score)μέσος όρος φρ ως ουσ αρσ
 The best hitters in baseball have a high batting average.
average vi (total on average)είμαι κατά μέσο όρο ρ έκφρ
 The prices average below last year's.
average [sth] vtr (calculate the mean of) (στατιστική)υπολογίζω τον μέσο όρο, εξάγω τον μέσο όρο, βγάζω τον μέσο όρο έκφρ
 The easiest way to find the answer is to average the data.
 Ο πιο εύκολος τρόπος να βρεις τη λύση είναι να υπολογίσεις τον μέσο όρο των δεδομένων.
average [sth] vtr (total on average)είμαι κατά μέσο όρο ρ έκφρ
 Fresh blackberries average around a half-kilo per pint.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
avg.,
avg
n
written, abbreviation (average)μέσος όρος περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
average | avg.
ΑγγλικάΕλληνικά
average out vi phrasal (become even or level)ισορροπώ ρ αμ
  (κατάσταση)εξομαλύνομαι, εξισοροπούμα ρ αμ
  (πρόβλημα)αντισταθμίζομαι ρ αμ
 The extremes will eventually average out to something middling.
average out at [sth] vi phrasal + prep (have an average of)υπολογίζομαι κατά μέσο όρο περίφρ
  βγαίνω κατά μέσο όρο περίφρ
 The overall average monthly salary in Finland averaged out at €2 947.
 Ο συνολικός μηνιαίος μισθός στη Φινλανδία υπολογίστηκε κατά μέσο όρο 2.947 ευρώ.
average [sth] out,
average out [sth]
vtr phrasal sep
(calculate average)υπολογίζω τον μέσο όρο περίφρ
  βγάζω τον μέσο όρο περίφρ
 We averaged out the scores from the two tests.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
average | avg.
ΑγγλικάΕλληνικά
above average,
above-average
adj
(better than most)άνω του μετρίου έκφρ
Σχόλιο: A hyphen is used when the adjective precedes the noun.
 You need to have an above-average IQ to answer these questions correctly.
average build n (normal height and weight) (σωματοδομή)κανονικός επίθ
  (μόνο ύψος)μεσαίου αναστήματος φρ ως επίθ
 He wasn't tall or small or fat or skinny, just average build.
average person n (person with typical characteristics)μέσος άνθρωπος επίθ + ουσ αρσ
average-looking,
average looking
adj
(not ugly, not beautiful)κοινός επίθ
  συνήθης επίθ
Σχόλιο: hyphen omitted when adj comes after the noun it modifies
batting average n (baseball statistic) (μπέιζμπολ)μέσος όρος χτυπημάτων φρ ως ουσ ουδ
below average,
below-average
adj
(less good than most)κάτω από τον μέσο όρο έκφρ
GPA n US, initialism (grade point average)μέσος όρος φρ ως ουσ αρσ
  (κατά λέξη)μέσος όρος βαθμολογίας περίφρ
 Molly has the highest GPA in the 9th grade.
grade point average n US (numerical value of average grade)μέσος όρος επίθ + ουσ αρσ
  (κατά λέξη)μέσος όρος βαθμολογίας φρ ως ουσ αρσ
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία
 She'd gotten straight A's all through high school so she had a 4.0 grade point average.
moving average n (statistical mean)κινητός μέσος όρος ουσ αρσ
on average adv (usually, typically)κατά μέσο όρο έκφρ
 A person blinks, on average, 6,250,000 times per year.
running average n (statistics: series of averages over time)κινητός μέσος όρος φρ ως ουσ αρσ
  κινητός μέσος φρ ως ουσ αρσ
weighted average,
weighted mean
n
(mean obtained by favoring certain factors)σταθμισμένος μέσος όρος φρ ως ουσ αρσ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση average date στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «average date».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!